φτ(ε)ιάση

φτ(ε)ιάση
η, Ν
φτ(ε)ιάσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φτειασ- τού αορ. έ-φτειασ-α τού φτειάνω / φτειάχνω + κατάλ. -η (πρβλ. βράσ-η)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • -ίαση — (ΑΜ ίασις) κατάλ. πολλών θηλ. ουσ. τής Ελληνικής που αποτελεί επηυξημένη μορφή τής κατάλ. σιc και προήλθε με απόσπαση τού ια τών ρ. σε ιάω, ιώ πρβλ. βουλιμ ία σις < βουλιμ ιά ω, ιώ, δειλ ία σις < δειλ ιά ω, ιώ, μειδ ία σις < μειδ ιά ω,… …   Dictionary of Greek

  • ίαση — η θεραπεία: Πολλών ασθενειώνδεν είναι δυνατή η ίαση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ίαση — ἡ (ΑΜ ἴασις, Α ιων. τ. ἴησις) [ιάομαι, ώμαι] θεραπεία, γιατρειά («τὰς τῆς ψώρας ἰάσεις», Πλάτ.) μσν. αρχ. 1. απαλλαγή από κάτι (α. «... ὁ Κύριος... δι ἡμᾱς ἄνθρωπος γέγονεν, ὅπως... τῶν παθῶν τῶν ἡμετέρων συμμέτοχος γενόμενος και ἴασιν ποιήσηται» …   Dictionary of Greek

  • ἰάσῃ — ἰά̱σηι , ἴασις healing fem dat sg (epic) ἰά̱σῃ , ἰάομαι j aor subj mp 2nd sg (doric aeolic) ἰά̱σῃ , ἰάομαι j fut ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἰάζω aor subj mid 2nd sg ἰάζω aor subj act 3rd sg ἰάζω fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπεία — Σύνολο μέτρων ικανών να προλάβουν την εκδήλωση ή να καταπολεμήσουν με επιτυχία μία παθολογική κατάσταση και τα συμπτώματά της· θεραπευτική αντίστοιχα καλείται ο κλάδος της ιατρικής που μελετά και υποδεικνύει τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη θ …   Dictionary of Greek

  • λύση — (Βιολ.). Η διάλυση, η ρήξη ή η καταστροφή των κυττάρων, των μικροοργανισμών ή των πολυκύτταρων οργανισμών γενικότερα, λόγω της επίδρασης διαφόρων φυσικών, χημικών ή βιολογικών παραγόντων. Η λ. των κυττάρων μερικές φορές παρουσιάζεται ως αυτόλυση …   Dictionary of Greek

  • Χάνεμαν, Σάμουελ — (Hahneman, 1755 – 1843). Γερμανός γιατρός, ιδρυτής της ομοιοπαθητικής μεθόδου. Το 1777 αναγορεύτηκε διδάκτορας της ιατρικής στο Ερλάγγεν και εγκαταστάθηκε στη Δρέσδη όπου άσκησε το επάγγελμά του. Πολύ επιμελής και βαθύς μελετητής των τότε… …   Dictionary of Greek

  • Αισώνιος — Επωνυμία του Ιάσονα, που σημαίνει γιος του Αίσωνα. Η λέξη αναφέρεται σε έμμετρη επιγραφή που βρέθηκε στη Θεσσαλία και φυλάσσεται στο αρχαιολογικό μουσείο της Λάρισας. Από την επιγραφή πληροφορούμαστε ότι ο Ιάσονας λατρευόταν στην περιοχή μαζί με… …   Dictionary of Greek

  • έγκαυμα — Βλάβη των ιστών, που προκαλείται από θερμότητα, καυστικές χημικές ουσίες, ηλεκτρισμό ή ηλεκτομαγνητική ακτινοβολία, που δρουν κυρίως με την πήξη των πρωτεϊνών του πρωτοπλάσματος, καταστρέφοντας τα κύτταρα. Τα αποτελέσματα της δράσης της… …   Dictionary of Greek

  • έλκος — Περιορισμένη απώλεια ιστού με μικρή τάση προς επούλωση· ο όρος έ. χρησιμοποιείται κυρίως σε βλάβες του δέρματος και των βλεννογόνων (π.χ. γαστροδωδεκαδακτυλικό έ.). Έ. του δέρματος μπορεί να συνοδεύουν διαβήτη, καρδιοπάθειες, νεφροπάθειες,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”